δεκάμετρο

δεκάμετρο
το
μονάδα μήκους δέκα μέτρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκάμετρο — Μετρική μονάδα μήκους. Όπως υποδηλώνει και η λέξη δ., η μονάδα αυτή καλύπτει μήκος δέκα μέτρων. Παλαιότερα, η χρήση του ήταν περισσότερο διαδεδομένη, σήμερα όμως έχει σχεδόν καταργηθεί …   Dictionary of Greek

  • δεκάμετρος — η, ο (Α δεκάμετρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» μετρικό όργανο τού γεωμέτρη) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα αρχ. έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές… …   Dictionary of Greek

  • υποδεκάμετρο — το, Ν 1. μικρός κανόνας, χάρακας κατασκευασμένος παλαιότερα από ξύλο ή μέταλλο και σήμερα από πλαστικό υλικό, ο οποίος έχει μήκος ένα δέκατο τού μέτρου και υποδιαιρείται με χαραγές και στις δύο πλευρές του σε 10 εκατοστόμετρα και 100… …   Dictionary of Greek

  • Επίχαρμος — (Κως ή Υβλαία Μέγαρα ή Συρακούσες 550/540 π.Χ. – Συρακούσες 460; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Έζησε κυρίως στα Μέγαρα της Σικελίας, στην αυλή των τυράννων Γέλωνα και Ιέρωνα. Έγραψε, κατά Σούδα, 52 δράματα που αποτέλεσαν 10 βιβλία. Θεωρείται ο κορυφαίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”